Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηνόομαι
ἐνσφίγγω
View word page
ἐνστρατοπεδεύω
encamp in
ShortDef
encamp in
Debugging
Headword:
ἐνστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
ἐνστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
ενστρατοπεδευω
IDX:
30592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30593
Key:
Data
{'content': 'encamp in'}