Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
ἐνσφηνόομαι
View word page
ἐνστόρνυμι
lay
ShortDef
lay
Debugging
Headword:
ἐνστόρνυμι
Headword (normalized):
ἐνστόρνυμι
Headword (normalized/stripped):
ενστορνυμι
IDX:
30591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30592
Key:
Data
{'content': 'lay'}