Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
ἐνσφαιρόω
View word page
ἐνστόμισμα
bit, curb
ShortDef
bit, curb
Debugging
Headword:
ἐνστόμισμα
Headword (normalized):
ἐνστόμισμα
Headword (normalized/stripped):
ενστομισμα
IDX:
30590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30591
Key:
Data
{'content': 'bit, curb'}