Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
ἐνσύνθηκος
View word page
ἐνστόμιος
in the mouth

ShortDef

in the mouth

Debugging

Headword:
ἐνστόμιος
Headword (normalized):
ἐνστόμιος
Headword (normalized/stripped):
ενστομιος
IDX:
30589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30590
Key:

Data

{'content': 'in the mouth'}