Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
ἐνσύζυγος
View word page
ἐνστομίζω
putinto one's mouth

ShortDef

putinto one's mouth

Debugging

Headword:
ἐνστομίζω
Headword (normalized):
ἐνστομίζω
Headword (normalized/stripped):
ενστομιζω
IDX:
30588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30589
Key:

Data

{'content': "putinto one's mouth"}