Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
ἐνστύφω
ἐνσυγκαταζέω
View word page
ἐνστοιβάζω
pack, stuff in

ShortDef

pack, stuff in

Debugging

Headword:
ἐνστοιβάζω
Headword (normalized):
ἐνστοιβάζω
Headword (normalized/stripped):
ενστοιβαζω
IDX:
30587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30588
Key:

Data

{'content': 'pack, stuff in'}