Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
ἔνστροφος
View word page
ἐνστηρίζω
to fix in

ShortDef

to fix in

Debugging

Headword:
ἐνστηρίζω
Headword (normalized):
ἐνστηρίζω
Headword (normalized/stripped):
ενστηριζω
IDX:
30585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30586
Key:

Data

{'content': 'to fix in'}