Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
ἐνστρέφω
ἐνστροφή
View word page
ἔνστημα
objection
ShortDef
objection
Debugging
Headword:
ἔνστημα
Headword (normalized):
ἔνστημα
Headword (normalized/stripped):
ενστημα
IDX:
30584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30585
Key:
Data
{'content': 'objection'}