Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνστάζω
ἐνστακτέον
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
ἐνστρατοπεδεύω
View word page
ἐνστέλλω
to dress in
ShortDef
to dress in
Debugging
Headword:
ἐνστέλλω
Headword (normalized):
ἐνστέλλω
Headword (normalized/stripped):
ενστελλω
IDX:
30582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30583
Key:
Data
{'content': 'to dress in'}