Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσπουδάζω
ἐνστάζω
ἐνστακτέον
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
ἐνστόμισμα
ἐνστόρνυμι
View word page
ἐνστείνω
straiten, coop up in

ShortDef

straiten, coop up in

Debugging

Headword:
ἐνστείνω
Headword (normalized):
ἐνστείνω
Headword (normalized/stripped):
ενστεινω
IDX:
30581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30582
Key:

Data

{'content': 'straiten, coop up in'}