Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνσποδος
ἔνσπονδος
ἐνσπουδάζω
ἐνστάζω
ἐνστακτέον
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
ἐνστίζομαι
ἐνστοιβάζω
ἐνστομίζω
ἐνστόμιος
View word page
ἐνστάτης
an adversary

ShortDef

an adversary

Debugging

Headword:
ἐνστάτης
Headword (normalized):
ἐνστάτης
Headword (normalized/stripped):
ενστατης
IDX:
30579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30580
Key:

Data

{'content': 'an adversary'}