Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσπειράομαι
ἐνσπείρω
ἐνσπέρματος
ἔνσπερμος
ἔνσποδος
ἔνσπονδος
ἐνσπουδάζω
ἐνστάζω
ἐνστακτέον
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
ἐνστηρίζω
View word page
ἐνσταλάζω
drop in or into
ShortDef
drop in or into
Debugging
Headword:
ἐνσταλάζω
Headword (normalized):
ἐνσταλάζω
Headword (normalized/stripped):
ενσταλαζω
IDX:
30575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30576
Key:
Data
{'content': 'drop in or into'}