Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσπαργανόω
ἐνσπειράομαι
ἐνσπείρω
ἐνσπέρματος
ἔνσπερμος
ἔνσποδος
ἔνσπονδος
ἐνσπουδάζω
ἐνστάζω
ἐνστακτέον
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
ἔνστημα
View word page
ἔνστακτον
instillation
ShortDef
instillation
Debugging
Headword:
ἔνστακτον
Headword (normalized):
ἔνστακτον
Headword (normalized/stripped):
ενστακτον
IDX:
30574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30575
Key:
Data
{'content': 'instillation'}