Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσπαθίζω
ἐνσπαργανόω
ἐνσπειράομαι
ἐνσπείρω
ἐνσπέρματος
ἔνσπερμος
ἔνσποδος
ἔνσπονδος
ἐνσπουδάζω
ἐνστάζω
ἐνστακτέον
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
ἐνστατικός
ἐνστείνω
ἐνστέλλω
ἐνστηλιτόω
View word page
ἐνστακτέον
one must instil
ShortDef
one must instil
Debugging
Headword:
ἐνστακτέον
Headword (normalized):
ἐνστακτέον
Headword (normalized/stripped):
ενστακτεον
IDX:
30573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30574
Key:
Data
{'content': 'one must instil'}