Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσοβέω
ἔνσομφος
ἐνσόριον
ἔνσοφος
ἐνσπαθίζω
ἐνσπαργανόω
ἐνσπειράομαι
ἐνσπείρω
ἐνσπέρματος
ἔνσπερμος
ἔνσποδος
ἔνσπονδος
ἐνσπουδάζω
ἐνστάζω
ἐνστακτέον
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἔνστασις
ἐνστατέον
ἐνστάτης
View word page
ἔνσποδος
ashen

ShortDef

ashen

Debugging

Headword:
ἔνσποδος
Headword (normalized):
ἔνσποδος
Headword (normalized/stripped):
ενσποδος
IDX:
30569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30570
Key:

Data

{'content': 'ashen'}