Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
ἐνσοβέω
ἔνσομφος
ἐνσόριον
ἔνσοφος
ἐνσπαθίζω
ἐνσπαργανόω
ἐνσπειράομαι
ἐνσπείρω
ἐνσπέρματος
ἔνσπερμος
ἔνσποδος
ἔνσπονδος
ἐνσπουδάζω
ἐνστάζω
ἐνστακτέον
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
ἔνστασις
View word page
ἐνσπέρματος
possessing seed

ShortDef

possessing seed

Debugging

Headword:
ἐνσπέρματος
Headword (normalized):
ἐνσπέρματος
Headword (normalized/stripped):
ενσπερματος
IDX:
30567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30568
Key:

Data

{'content': 'possessing seed'}