Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
ἐνσοβέω
ἔνσομφος
ἐνσόριον
ἔνσοφος
ἐνσπαθίζω
ἐνσπαργανόω
ἐνσπειράομαι
ἐνσπείρω
ἐνσπέρματος
ἔνσπερμος
ἔνσποδος
ἔνσπονδος
ἐνσπουδάζω
ἐνστάζω
ἐνστακτέον
ἔνστακτον
ἐνσταλάζω
ἐνσταλόω
View word page
ἐνσπείρω
sow in

ShortDef

sow in

Debugging

Headword:
ἐνσπείρω
Headword (normalized):
ἐνσπείρω
Headword (normalized/stripped):
ενσπειρω
IDX:
30566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30567
Key:

Data

{'content': 'sow in'}