Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
ἐνσοβέω
ἔνσομφος
ἐνσόριον
ἔνσοφος
ἐνσπαθίζω
ἐνσπαργανόω
ἐνσπειράομαι
ἐνσπείρω
ἐνσπέρματος
ἔνσπερμος
ἔνσποδος
ἔνσπονδος
View word page
ἔνσομφος
spongy

ShortDef

spongy

Debugging

Headword:
ἔνσομφος
Headword (normalized):
ἔνσομφος
Headword (normalized/stripped):
ενσομφος
IDX:
30560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30561
Key:

Data

{'content': 'spongy'}