Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
ἐνσοβέω
ἔνσομφος
ἐνσόριον
ἔνσοφος
ἐνσπαθίζω
ἐνσπαργανόω
ἐνσπειράομαι
ἐνσπείρω
ἐνσπέρματος
View word page
ἐνσκιρρόω
to harden

ShortDef

to harden

Debugging

Headword:
ἐνσκιρρόω
Headword (normalized):
ἐνσκιρρόω
Headword (normalized/stripped):
ενσκιρροω
IDX:
30557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30558
Key:

Data

{'content': 'to harden'}