Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
ἐνσοβέω
ἔνσομφος
ἐνσόριον
ἔνσοφος
ἐνσπαθίζω
ἐνσπαργανόω
ἐνσπειράομαι
ἐνσπείρω
View word page
ἔνσκιος
tarnished
ShortDef
tarnished
Debugging
Headword:
ἔνσκιος
Headword (normalized):
ἔνσκιος
Headword (normalized/stripped):
ενσκιος
IDX:
30556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30557
Key:
Data
{'content': 'tarnished'}