Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
ἐνσοβέω
ἔνσομφος
ἐνσόριον
ἔνσοφος
ἐνσπαθίζω
ἐνσπαργανόω
ἐνσπειράομαι
View word page
ἐνσκίμπτω
to let fall upon
ShortDef
to let fall upon
Debugging
Headword:
ἐνσκίμπτω
Headword (normalized):
ἐνσκίμπτω
Headword (normalized/stripped):
ενσκιμπτω
IDX:
30555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30556
Key:
Data
{'content': 'to let fall upon'}