Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
ἐνσοβέω
ἔνσομφος
ἐνσόριον
ἔνσοφος
ἐνσπαθίζω
ἐνσπαργανόω
View word page
ἐνσκιατροφέομαι
to live in the shade

ShortDef

to live in the shade

Debugging

Headword:
ἐνσκιατροφέομαι
Headword (normalized):
ἐνσκιατροφέομαι
Headword (normalized/stripped):
ενσκιατροφεομαι
IDX:
30554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30555
Key:

Data

{'content': 'to live in the shade'}