Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
ἐνσοβέω
ἔνσομφος
ἐνσόριον
ἔνσοφος
ἐνσπαθίζω
View word page
ἔνσκηψις
falling

ShortDef

falling

Debugging

Headword:
ἔνσκηψις
Headword (normalized):
ἔνσκηψις
Headword (normalized/stripped):
ενσκηψις
IDX:
30553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30554
Key:

Data

{'content': 'falling'}