Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
ἐνσοβέω
ἔνσομφος
ἐνσόριον
View word page
ἐνσκηνόω
encamp

ShortDef

encamp

Debugging

Headword:
ἐνσκηνόω
Headword (normalized):
ἐνσκηνόω
Headword (normalized/stripped):
ενσκηνοω
IDX:
30551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30552
Key:

Data

{'content': 'encamp'}