Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
ἐνσοβέω
ἔνσομφος
View word page
ἔνσκηνος
furnished with an awning

ShortDef

furnished with an awning

Debugging

Headword:
ἔνσκηνος
Headword (normalized):
ἔνσκηνος
Headword (normalized/stripped):
ενσκηνος
IDX:
30550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30551
Key:

Data

{'content': 'furnished with an awning'}