Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
ἐνσκολιεύομαι
View word page
ἔνσκευος
with a mask on

ShortDef

with a mask on

Debugging

Headword:
ἔνσκευος
Headword (normalized):
ἔνσκευος
Headword (normalized/stripped):
ενσκευος
IDX:
30548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30549
Key:

Data

{'content': 'with a mask on'}