Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
ἔνσκιος
ἐνσκιρρόω
View word page
ἐνσκευάζω
to get ready, prepare

ShortDef

to get ready, prepare

Debugging

Headword:
ἐνσκευάζω
Headword (normalized):
ἐνσκευάζω
Headword (normalized/stripped):
ενσκευαζω
IDX:
30547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30548
Key:

Data

{'content': 'to get ready, prepare'}