Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
ἔνσκηψις
ἐνσκιατροφέομαι
ἐνσκίμπτω
View word page
ἐνσκέλλω
to be dry, withered

ShortDef

to be dry, withered

Debugging

Headword:
ἐνσκέλλω
Headword (normalized):
ἐνσκέλλω
Headword (normalized/stripped):
ενσκελλω
IDX:
30545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30546
Key:

Data

{'content': 'to be dry, withered'}