Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσειμι
ἐνσεισμός
ἐνσείω
ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
ἐνσκηνόω
ἐνσκήπτω
View word page
ἐνσινής
injured

ShortDef

injured

Debugging

Headword:
ἐνσινής
Headword (normalized):
ἐνσινής
Headword (normalized/stripped):
ενσινης
IDX:
30542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30543
Key:

Data

{'content': 'injured'}