Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσαφῶς
ἐνσβέννυμαι
ἐνσειμι
ἐνσεισμός
ἐνσείω
ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
ἔνσκηνος
View word page
ἔνσηστρον
sieve
ShortDef
sieve
Debugging
Headword:
ἔνσηστρον
Headword (normalized):
ἔνσηστρον
Headword (normalized/stripped):
ενσηστρον
IDX:
30540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30541
Key:
Data
{'content': 'sieve'}