Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνσάττω
ἐνσαφῶς
ἐνσβέννυμαι
ἐνσειμι
ἐνσεισμός
ἐνσείω
ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
ἐνσκηνοβατέομαι
View word page
ἐνσήπομαι
putrefy within
ShortDef
putrefy within
Debugging
Headword:
ἐνσήπομαι
Headword (normalized):
ἐνσήπομαι
Headword (normalized/stripped):
ενσηπομαι
IDX:
30539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30540
Key:
Data
{'content': 'putrefy within'}