Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνσαρόομαι
ἐνσάττω
ἐνσαφῶς
ἐνσβέννυμαι
ἐνσειμι
ἐνσεισμός
ἐνσείω
ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
ἐνσκέπαρνος
ἐνσκευάζω
ἔνσκευος
View word page
ἔνσημος
significant, important

ShortDef

significant, important

Debugging

Headword:
ἔνσημος
Headword (normalized):
ἔνσημος
Headword (normalized/stripped):
ενσημος
IDX:
30538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30539
Key:

Data

{'content': 'significant, important'}