Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνρυσόομαι
ἐνσαλπίζω
ἔνσαρκος
ἐνσαρόομαι
ἐνσάττω
ἐνσαφῶς
ἐνσβέννυμαι
ἐνσειμι
ἐνσεισμός
ἐνσείω
ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
ἐνσκέλλω
View word page
ἐνσεμνύνομαι
glory in
ShortDef
glory in
Debugging
Headword:
ἐνσεμνύνομαι
Headword (normalized):
ἐνσεμνύνομαι
Headword (normalized/stripped):
ενσεμνυνομαι
IDX:
30535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30536
Key:
Data
{'content': 'glory in'}