Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνρυθμος
ἐνρυσόομαι
ἐνσαλπίζω
ἔνσαρκος
ἐνσαρόομαι
ἐνσάττω
ἐνσαφῶς
ἐνσβέννυμαι
ἐνσειμι
ἐνσεισμός
ἐνσείω
ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
ἔνσιτος
View word page
ἐνσείω
to shake in
ShortDef
to shake in
Debugging
Headword:
ἐνσείω
Headword (normalized):
ἐνσείω
Headword (normalized/stripped):
ενσειω
IDX:
30534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30535
Key:
Data
{'content': 'to shake in'}