Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνρίπτω
ἔνρυθμος
ἐνρυσόομαι
ἐνσαλπίζω
ἔνσαρκος
ἐνσαρόομαι
ἐνσάττω
ἐνσαφῶς
ἐνσβέννυμαι
ἐνσειμι
ἐνσεισμός
ἐνσείω
ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
ἐνσιτέομαι
View word page
ἐνσεισμός
attack

ShortDef

attack

Debugging

Headword:
ἐνσεισμός
Headword (normalized):
ἐνσεισμός
Headword (normalized/stripped):
ενσεισμος
IDX:
30533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30534
Key:

Data

{'content': 'attack'}