Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνρίζωσις
ἐνρίπτω
ἔνρυθμος
ἐνρυσόομαι
ἐνσαλπίζω
ἔνσαρκος
ἐνσαρόομαι
ἐνσάττω
ἐνσαφῶς
ἐνσβέννυμαι
ἐνσειμι
ἐνσεισμός
ἐνσείω
ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
ἐνσινής
View word page
ἐνσειμι
enter
ShortDef
enter
Debugging
Headword:
ἐνσειμι
Headword (normalized):
ἐνσειμι
Headword (normalized/stripped):
ενσειμι
IDX:
30532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30533
Key:
Data
{'content': 'enter'}