Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνριζόω
ἐνρίζωσις
ἐνρίπτω
ἔνρυθμος
ἐνρυσόομαι
ἐνσαλπίζω
ἔνσαρκος
ἐνσαρόομαι
ἐνσάττω
ἐνσαφῶς
ἐνσβέννυμαι
ἐνσειμι
ἐνσεισμός
ἐνσείω
ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
ἔνσημος
ἐνσήπομαι
ἔνσηστρον
ἔνσιμος
View word page
ἐνσβέννυμαι
to be quenched in

ShortDef

to be quenched in

Debugging

Headword:
ἐνσβέννυμαι
Headword (normalized):
ἐνσβέννυμαι
Headword (normalized/stripped):
ενσβεννυμαι
IDX:
30531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30532
Key:

Data

{'content': 'to be quenched in'}