Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνρητορεύω
ἐνριγισκάνω
ἐνριγόω
ἔνριζος
ἐνριζόω
ἐνρίζωσις
ἐνρίπτω
ἔνρυθμος
ἐνρυσόομαι
ἐνσαλπίζω
ἔνσαρκος
ἐνσαρόομαι
ἐνσάττω
ἐνσαφῶς
ἐνσβέννυμαι
ἐνσειμι
ἐνσεισμός
ἐνσείω
ἐνσεμνύνομαι
ἐνσήθω
ἐνσημαίνω
View word page
ἔνσαρκος
of flesh
ShortDef
of flesh
Debugging
Headword:
ἔνσαρκος
Headword (normalized):
ἔνσαρκος
Headword (normalized/stripped):
ενσαρκος
IDX:
30527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30528
Key:
Data
{'content': 'of flesh'}