Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
ἐνοχή
ἐνοχλέω
ἐνόχλημα
ἐνόχλησις
ἐνοχλητέον
ἐνοχοποιέω
ἐνοχοποιός
ἔνοχος
ἑνόω
ἐνράπτω
ἐνράσσω
ἔνρειθρον
ἐνρήγνυμι
ἔνρηξις
ἐνρητορεύω
ἐνριγισκάνω
ἐνριγόω
ἔνριζος
View word page
ἔνοχος
held in
ShortDef
held in
Debugging
Headword:
ἔνοχος
Headword (normalized):
ἔνοχος
Headword (normalized/stripped):
ενοχος
IDX:
30510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30511
Key:
Data
{'content': 'held in'}