Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
ἐνοχή
ἐνοχλέω
ἐνόχλημα
ἐνόχλησις
ἐνοχλητέον
ἐνοχοποιέω
ἐνοχοποιός
ἔνοχος
ἑνόω
ἐνράπτω
ἐνράσσω
ἔνρειθρον
ἐνρήγνυμι
ἔνρηξις
ἐνρητορεύω
ἐνριγισκάνω
ἐνριγόω
View word page
ἐνοχοποιός
creating obligations

ShortDef

creating obligations

Debugging

Headword:
ἐνοχοποιός
Headword (normalized):
ἐνοχοποιός
Headword (normalized/stripped):
ενοχοποιος
IDX:
30509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30510
Key:

Data

{'content': 'creating obligations'}