Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
ἐνοχή
ἐνοχλέω
ἐνόχλημα
ἐνόχλησις
ἐνοχλητέον
ἐνοχοποιέω
ἐνοχοποιός
ἔνοχος
ἑνόω
ἐνράπτω
ἐνράσσω
ἔνρειθρον
ἐνρήγνυμι
ἔνρηξις
ἐνρητορεύω
ἐνριγισκάνω
View word page
ἐνοχοποιέω
convict
ShortDef
convict
Debugging
Headword:
ἐνοχοποιέω
Headword (normalized):
ἐνοχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
ενοχοποιεω
IDX:
30508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30509
Key:
Data
{'content': 'convict'}