Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
ἐνοχή
ἐνοχλέω
ἐνόχλημα
ἐνόχλησις
ἐνοχλητέον
ἐνοχοποιέω
ἐνοχοποιός
ἔνοχος
ἑνόω
ἐνράπτω
ἐνράσσω
ἔνρειθρον
ἐνρήγνυμι
ἔνρηξις
ἐνρητορεύω
View word page
ἐνοχλητέον
one must annoy

ShortDef

one must annoy

Debugging

Headword:
ἐνοχλητέον
Headword (normalized):
ἐνοχλητέον
Headword (normalized/stripped):
ενοχλητεον
IDX:
30507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30508
Key:

Data

{'content': 'one must annoy'}