Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνουσιόομαι
ἐνούσιος
ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
ἐνοχή
ἐνοχλέω
ἐνόχλημα
ἐνόχλησις
ἐνοχλητέον
ἐνοχοποιέω
ἐνοχοποιός
ἔνοχος
ἑνόω
ἐνράπτω
ἐνράσσω
ἔνρειθρον
ἐνρήγνυμι
View word page
ἐνόχλημα
trouble, worry

ShortDef

trouble, worry

Debugging

Headword:
ἐνόχλημα
Headword (normalized):
ἐνόχλημα
Headword (normalized/stripped):
ενοχλημα
IDX:
30505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30506
Key:

Data

{'content': 'trouble, worry'}