Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐνουρήθρα
ἐνουσιόομαι
ἐνούσιος
ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
ἐνοχή
ἐνοχλέω
ἐνόχλημα
ἐνόχλησις
ἐνοχλητέον
ἐνοχοποιέω
ἐνοχοποιός
ἔνοχος
ἑνόω
ἐνράπτω
ἐνράσσω
ἔνρειθρον
View word page
ἐνοχλέω
to trouble, disquiet, annoy

ShortDef

to trouble, disquiet, annoy

Debugging

Headword:
ἐνοχλέω
Headword (normalized):
ἐνοχλέω
Headword (normalized/stripped):
ενοχλεω
IDX:
30504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30505
Key:

Data

{'content': 'to trouble, disquiet, annoy'}