Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνουλον
ἔνουλος
ἐνουράνιος
ἐνουρέω
ἐνουρήθρα
ἐνουσιόομαι
ἐνούσιος
ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
ἐνοχή
ἐνοχλέω
ἐνόχλημα
ἐνόχλησις
ἐνοχλητέον
ἐνοχοποιέω
ἐνοχοποιός
ἔνοχος
View word page
ἐνοφθαλμίζω
inoculate, bud
ShortDef
inoculate, bud
Debugging
Headword:
ἐνοφθαλμίζω
Headword (normalized):
ἐνοφθαλμίζω
Headword (normalized/stripped):
ενοφθαλμιζω
IDX:
30500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30501
Key:
Data
{'content': 'inoculate, bud'}