Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
ἔνουλος
ἐνουράνιος
ἐνουρέω
ἐνουρήθρα
ἐνουσιόομαι
ἐνούσιος
ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
ἐνοχή
ἐνοχλέω
ἐνόχλημα
ἐνόχλησις
ἐνοχλητέον
ἐνοχοποιέω
View word page
ἐνοφθαλμιάζομαι
admit of being inoculated
ShortDef
admit of being inoculated
Debugging
Headword:
ἐνοφθαλμιάζομαι
Headword (normalized):
ἐνοφθαλμιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
ενοφθαλμιαζομαι
IDX:
30498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30499
Key:
Data
{'content': 'admit of being inoculated'}