Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
ἔνουλος
ἐνουράνιος
ἐνουρέω
ἐνουρήθρα
ἐνουσιόομαι
ἐνούσιος
ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
ἐνοχή
ἐνοχλέω
ἐνόχλημα
View word page
ἐνουσιόομαι
acquire substance

ShortDef

acquire substance

Debugging

Headword:
ἐνουσιόομαι
Headword (normalized):
ἐνουσιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ενουσιοομαι
IDX:
30495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30496
Key:

Data

{'content': 'acquire substance'}