Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔνος
ἔνος2
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
ἔνουλος
ἐνουράνιος
ἐνουρέω
ἐνουρήθρα
ἐνουσιόομαι
ἐνούσιος
ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
ἐνοχή
View word page
ἐνουρέω
urinate in
ShortDef
urinate in
Debugging
Headword:
ἐνουρέω
Headword (normalized):
ἐνουρέω
Headword (normalized/stripped):
ενουρεω
IDX:
30493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30494
Key:
Data
{'content': 'urinate in'}