Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἕνος
ἔνος
ἔνος2
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
ἔνουλος
ἐνουράνιος
ἐνουρέω
ἐνουρήθρα
ἐνουσιόομαι
ἐνούσιος
ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
ἔνοφρυς
View word page
ἐνουράνιος
in heaven, heavenly

ShortDef

in heaven, heavenly

Debugging

Headword:
ἐνουράνιος
Headword (normalized):
ἐνουράνιος
Headword (normalized/stripped):
ενουρανιος
IDX:
30492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30493
Key:

Data

{'content': 'in heaven, heavenly'}