Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔνορχος
ἕνος
ἔνος
ἔνος2
ἔνοσις
Ἐνοσίχθων
ἑνότης
ἔνουλα
ἐνουλίζομαι
ἔνουλον
ἔνουλος
ἐνουράνιος
ἐνουρέω
ἐνουρήθρα
ἐνουσιόομαι
ἐνούσιος
ἐνοφείλω
ἐνοφθαλμιάζομαι
ἐνοφθαλμιάω
ἐνοφθαλμίζω
ἐνοφθαλμισμός
View word page
ἔνουλος
curled, curly

ShortDef

curled, curly

Debugging

Headword:
ἔνουλος
Headword (normalized):
ἔνουλος
Headword (normalized/stripped):
ενουλος
IDX:
30491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-30492
Key:

Data

{'content': 'curled, curly'}